Η παραίτηση του Αντόνιο Κόστα από την πρωθυπουργία της Πορτογαλίας λόγω της εμπλοκής του ονόματός του σε υπόθεση διαφθοράς δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία μόνο στη Λισαβόνα και τον μεσογειακό Νότο, αλλά και στις Βρυξέλλες.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Διότι το γεγονός ότι ο Πορτογάλος σοσιαλιστής πολιτικός υπήρξε ένας από τους μακροβιότερους πρωθυπουργούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτομάτως τον καθιστούσε ως έναν από τους επικρατέστερους υποψηφίους για τη θέση του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όταν ολοκληρωθεί κοντά στα τέλη της επόμενης χρονιάς η θητεία του Σαρλ Μισέλ.

Κατά καιρούς, πολλά έχουν ακουστεί ή γραφτεί για μια ενδεχόμενη υποψηφιότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη για την ίδια θέση, ωστόσο ο ίδιος έχει δηλώσει ότι παραμένει προσηλωμένος στο κυβερνητικό έργο της δεύτερης τετραετίας που προέκυψε από τις εκλογές του Ιουνίου.

Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από αυτά τα σενάρια, ένα είναι βέβαιο: ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός αναδεικνύεται πλέον αδιαμφισβήτητα σε μία από τις πιο ισχυρές και σημαντικές πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης και σε έναν από τους πιο ισχυρούς ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ίσως μάλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί σήμερα –όχι άδικα– το πιο ισχυρό χαρτί του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ), της ευρωπαϊκής οικογένειας δηλαδή στην οποία ανήκει ιδεολογικά και πολιτικά η γαλάζια παράταξη.

Ψήφος εμπιστοσύνης

Αξίζει να σημειωθεί ότι τον περασμένο Δεκέμβριο πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα η διάσκεψη των ηγετών του ΕΛΚ ως μια ψήφος
εμπιστοσύνης αυτών προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Αλλά και προς τη Νέα Δημοκρατία, η οποία αυτήν τη στιγμή είναι το κεντροδεξιό κόμμα με τη μεγαλύτερη εκλογική επιρροή σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει των αριθμών που είναι αδιάψευστοι μάρτυρες και όχι βάσει μιας υποκειμενικής εκτίμησης.

Λεπτομέρεια που αποκτά ιδιαίτερη σημασία εν όψει των ευρωεκλογών της επόμενης χρονιάς και τις ισορροπίες που αναμένεται να διαμορφωθούν με τη νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου.

Ο παράγοντας Βέμπερ

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μάλιστα το γεγονός ότι η αποχώρηση της πρώην καγκελαρίου της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ από το προσκήνιο και η γενικότερη αποδυνάμωση των Χριστιανοδημοκρατών σημαίνει πως το Βερολίνο δεν έχει πλέον την ισχυρή επιρροή του παρελθόντος, ενώ αρνητικό ρόλο προς τούτο φαίνεται ότι έπαιξε και η απόφαση να μη στηριχθεί ως διάδοχός της ένα πρόσωπο το οποίο γνωρίζει να κινείται καλά στους διαδρόμους των Βρυξελλών και δεν είναι άλλος από τον Μάνφρεντ Βέμπερ, νυν επικεφαλής του ΕΛΚ.

Η προσωπική σχέση και η χημεία που διαθέτουν άλλωστε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Μάνφρεντ Βέμπερ δεν φαίνεται να είναι καθόλου τυχαία. Πολλάκις δε ο Γερμανός πολιτικός έχει εξάρει τις ικανότητες του Έλληνα πρωθυπουργού και το κυβερνητικό έργο του, αναδεικνύοντας μάλιστα πρωτοβουλίες του σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.

Από την άλλη πλευρά, μία από τις πρώτες προτεραιότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη από το καλοκαίρι του 2019, όταν ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας, ήταν να επαναφέρει την Ελλάδα στο προσκήνιο και να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της απέναντι στους εταίρους.

Την αποστολή αυτή έφερε εις πέρας με τον καλύτερο τρόπο τόσο σε πολιτικό όσο και σε διπλωματικό επίπεδο, ενώ οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας τα τελευταία χρόνια στον χώρο της οικονομίας και της δημόσιας διοίκησης επιβραβεύτηκαν πρόσφατα με την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας στις αξιολογήσεις των διεθνών οικονομικών οίκων.

Απέναντι σε μια μικρή μειοψηφία

Το βράδυ των εκλογών της 21ης Μαΐου και της πρώτης νίκης της Νέας Δημοκρατίας, το μήνυμα του Μάνφρεντ Βέμπερ προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη ήταν καθαρό. «Υπέροχα νέα από την Ελλάδα! Οι εκλογές είναι μια μεγάλη νίκη για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Ν.Δ. Η οικονομική ανάκαμψη είναι πραγματική και οι πολίτες θέλουν αυτό να συνεχιστεί. Μπράβο σε όλους όσοι συνέβαλαν σε αυτήν την επιτυχία, ιδιαίτερα στον αγαπημένο μου φίλο Κυριάκο», έγραψε στα social media ο επικεφαλής του ΕΛΚ.

Με αυτά τα λόγια αποτύπωσε τη γενικότερη εικόνα που υπάρχει στους ευρωπαϊκούς κύκλους για τον κ. Μητσοτάκη και την Ελλάδα, σε πείσμα μιας μικρής μειοψηφίας αριστερών εγχώριων  και εξωτερικών πολιτικών προσώπων που επιμένουν, τάχα, σε μια εντελώς διαφορετική γραμμή...